- πληκτικά
- Νεπίρρ. βλ. πληκτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πληκτικά — πληκτικός of neut nom/voc/acc pl πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc/acc dual πληκτικά̱ , πληκτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικάς — πληκτικά̱ς , πληκτικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονότονος — η, ο (ΑΜ μονότονος, ον) αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·|| νεοελλ. 1. (για ύφος λόγου) μτφ. αυτός που είναι υπερβολικά ομοιόμορφος, που… … Dictionary of Greek
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek
Ντι Μπελέ, Ζοασέν — (Du Bellay, Λιρέ 1522 – Παρίσι 1560). Γάλλος ποιητής. Σπούδασε στο Πουατιέ και έπειτα στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τους ουμανιστικούς κύκλους, ιδιαίτερα με τον Ρονσάρ και άλλους νέους ποιητές της ομάδας που αργότερα πήρε την ονομασία Πλειάδα.… … Dictionary of Greek